θεσιθηρία

θεσιθηρία
η
επιδίωξη κάποιας θέσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεσιθηρία — η οι ενέργειες και η συμπεριφορά τού θεσιθήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσιθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαρχία — ἡ, Α [σπουδάρχης] σφοδρή επιθυμία για την κατάληψη δημόσιου αξιώματος, θεσιθηρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”